φταρμίζω

φταρμίζω
μετ. сглазить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φταρμίζω" в других словарях:

  • φταρμίζω — Ν βασκαίνω, ματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίζω (< οφθαλμός) με σίγηση τού αρκτικού ο , τροπή τού συμπλέγματος φθ σε φτ (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοίωση τού λ σε ρ (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός)] …   Dictionary of Greek

  • φταρμίζω — φτάρμισα, φταρμίστηκα, φταρμισμένος, ματιάζω, βασκαίνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θιαρμίζω — βασκαίνω, ματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φταρμίζω] …   Dictionary of Greek

  • φτάρμισμα — το, Ν [φταρμίζω] βασκανία, μάτιασμα …   Dictionary of Greek

  • φταρμός — (I) ο, Ν φτάρμισμα, βασκανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός, με σίγηση τού αρκτικού ο , τροπή τού συμπλέγματος –φθ σε φτ (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοιωτική τροπή τού λ σε ρ (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός), βλ. και λ. φταρμίζω]. (II) ο, Ν βλ. πταρμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»